- σπηλαιώδει
- σπηλαιώδηςcavern-likemasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)σπηλαιώδηςcavern-likemasc/fem/neut dat sgσπηλαιώδεϊ , σπηλαιώδηςcavern-likedat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπηλαιώδης — ες, ΝΜΑ [σπήλαιον] όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες») 2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να… … Dictionary of Greek